Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΑΥΤΟΑΠΟΔΟΧΗ

 
από την Ismini Pashya
 
Διάφορες σκέψεις σχετικά με την αποδοχή και αυτοαποδοχή της κώφωσης και των κωφών γενικά.

Στην εποχή μας που η τεχνολογία έχει αλματώδη πρόοδο, τα κινητά έχουν σημαντική παρουσία στην ζωή μας. Όλοι μας πλέον επικοινωνούμε με τα κινητά, είτε τηλεφωνικά, είτε μέσω γραπτών μηνυμάτων (sms). Η δημιουργία των συγκεκριμένων μηνυμάτων έδωσε στους κωφούς – βαρήκοους την «πολυτέλεια» της απευθείας επικοινωνίας. Οι παλιοί κωφοί-βαρήκοοι που έζησαν πριν την εποχή του φαξ αλλά και την εποχή του φαξ θα καταλάβουν γιατί έβαλα σε εισαγωγικά την λέξη πολυτέλεια. Διότι μπορεί η νέα γενιά κωφών – βαρηκόων να θεωρεί αυτονόητο το κινητό με γραπτά μηνύματα, κάποτε όμως μόνο αυτονόητο δεν ήταν.
Δεν θέλω όμως να μιλήσω για τα κινητά. Για άλλο θέμα θέλω να μιλήσω. Ωστόσο το κινητό είναι η αφορμή για το θέμα που μιλάω εδώ. Μέσω του κινητού μπορώ πλέον να ανταλλάσσω ιδέες και απόψεις σχετικά με διάφορα γεγονότα κι ας είναι μικρή η έκταση των γραπτών μηνυμάτων.
Πριν αρκετό καιρό μιλούσα μέσω sms με έναν κωφό φίλο μου σχετικά με έναν άλλο κωφό που είχε γνωρίσει διαδικτυακά και που του έκαναν εντύπωση οι απόψεις του συγκεκριμένου ανθρώπου. Η συζήτηση μεταξύ μας στο κινητό με έκανε να κάνω διάφορες σκέψεις τόσο για την έννοια της αυτοαποδοχής όσο και της αποδοχής της κώφωσης και των κωφών γενικά.
Ο συγκεκριμένος κωφός που γνώρισε ο φίλος μου διαδικτυακά, έλεγε ότι επειδή μεγάλωσε σε περιβάλλον ακουόντων δεν έτυχε ποτέ του να κάνει παρέα με άλλους κωφούς στην ζωή του και ότι ο μοναχικός αγώνας επιβίωσης στον κόσμο των ακουόντων του είναι ευχάριστος. Ο φίλος μου εξεπλάγην με τις απόψεις του συγκεκριμένου ατόμου διότι πίστευε ότι όλοι οι κωφοί – βαρήκοοι σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας συναναστρέφονται κάποια στιγμή με άλλους κωφούς – βαρήκοους.
Οι πρώτες μου σκέψεις, τις οποίες και τις είπα αμέσως στον φίλο μου, ήταν ότι εξαρτάται από το που μένει κάποιος κωφός – βαρήκοος. Αν για παράδειγμα μένει στην επαρχία, τότε κατά πάσα πιθανότητα να μην υπάρχουν εκεί άλλοι κωφοί – βαρήκοοι ούτως ώστε να έχει ευκαιρίες συναναστροφής μαζί τους. Αν όμως απλά δεν θέλει γενικώς καμία συναναστροφή με άλλους κωφούς – βαρήκοους και κατά κάποιο τρόπο διαχωρίζει τον εαυτό του από τους κωφούς, είναι άλλο θέμα.
Καθώς έγραφα στον φίλο μου στο κινητό αυτό το τελευταίο, σχετικά με τον διαχωρισμό του εαυτού μας από άλλους κωφούς – βαρήκοους όντας κωφοί – βαρήκοοι οι ίδιοι μας, έγινε ένα «κλικ» μέσα μου και θυμήθηκα μια ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτή την ιστορία την είπα στον φίλο μου συνοπτικά για να του εξηγήσω πως πιθανώς μπορεί να σκέφτονται κάποιοι άνθρωποι, όπως σκεφτόμουν εγώ η ίδια όταν ήμουν μικρή χωρίς μάλιστα να το αντιλαμβάνομαι καθόλου.
Την συγκεκριμένη ιστορία δεν την θυμάμαι παρά μόνο αμυδρά. Η μητέρα μου την θύμισε κάποια στιγμή πριν μερικά χρόνια και μου είχε πει κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με το συμβάν τότε. Ο λόγος για τον οποίο δεν θυμάμαι την συγκεκριμένη ιστορία είναι επειδή αποτέλεσε τραυματική εμπειρία για μένα και το παιδικό μυαλό μου την απέβαλλε από το νου μου τελείως.
Όπως έχω ξαναπεί παλιότερα σε άλλες ιστορίες εδώ, μεγάλωσα σε περιβάλλον ακουόντων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα βεβαίως να μην έκανα παρέα με άλλα παιδάκια κωφά ή βαρήκοα. Ήξερα μερικά που ήταν μαθητές της αείμνηστης δασκάλας μου που με έμαθε να μιλάω, αλλά μένανε μακριά και τα έβλεπα που και που. Τα παιδικά μου χρόνια από ηλικία δυόμισι με τριών ετών ξεκίνησαν δύσκολα, με εμένα να κάνω κάθε μέρα σχεδόν μάθημα λογοθεραπείας με την δασκάλα μου για να μάθω να μιλάω και να μπορώ να επικοινωνώ με το περιβάλλον γύρω μου. Τα άλλα παιδάκια που ήταν μαθητές της δασκάλας μου, κι εκείνα μαθαίνανε να μιλάνε όπως εγώ. Συνεπώς ήταν στο ίδιο μήκος κύματος με εμένα.
Ωστόσο φαίνεται λίγο σκληρό για ένα παιδάκι, να κάνει κάθε μέρα μάθημα, πρωί και απόγεμα, ακόμα και αν είναι σε μορφή παιχνιδιού. Με αυτό το σκεπτικό οι γονείς μου αναρωτιόντουσαν τι θα ήταν καλύτερο για εμένα. Να συνεχίσω στο «κανονικό» σχολείο όπου ήμουν με ακούοντα παιδάκια ή να με πάνε σε κάποιο «ειδικό» σχολείο όπως λέγανε τότε τα σχολεία κωφών;
Τότε είχανε μια φίλη που εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Κωφών στους Αμπελοκήπους και την ρωτήσανε για μένα. Εκείνη τους είπε να πάμε εκεί να δουν οι γονείς μου κι εγώ τον χώρο και τα παιδάκια. Οι γονείς μου με το σκεπτικό ότι θα ήταν καλύτερα για μένα και πιο εύκολα στο σχολείο κωφών, επειδή δεν θα είχα να αγωνίζομαι να επιβιώνω με τα ακούοντα παιδάκια, αποφασίσανε να πάμε μια επίσκεψη να δούμε τον χώρο και τα παιδάκια. Αν θυμάμαι καλά αυτό πρέπει να έγινε όταν ήμουν δημοτικό, πιθανώς γύρω στην 2α Δημοτικού.
Σίγουρα θα σκέφτεστε ότι θα ήταν πολύ ωραίο για ένα κωφό παιδάκι που δεν έχει γνωρίσει άλλα κωφά παιδάκια, να πάει στο σχολείο τους και να τα γνωρίσει και να παίξει μαζί τους. Μάλλον κάπως έτσι σκεφτήκανε και οι γονείς μου και ξεκινήσαμε για το Ίδρυμα.
Όπως έχω ήδη πει, δεν θυμάμαι πολλά από αυτή την επίσκεψη. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είχα τρομοκρατηθεί! Κυριολεκτικά με είχε πιάσει πανικός! Ήθελα να φύγω από εκεί!
Μπορεί να ξαφνιάζεστε για αυτό και να ξαφνιαστείτε ακόμα περισσότερο αν μάθετε ποιος ήταν ο λόγος για αυτό. Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο είχα πανικοβληθεί αλλά η μαμά μου δυο χρόνια πριν περίπου, μου είπε τις αντιδράσεις μου και τι είχα πει τότε και από εκεί έχω καταλήξει σήμερα ποιος ήταν ο λόγος πανικού μου.
Ο λόγος ήταν ότι στην ουσία δεν είχα αυτοαποδοχή και αποδοχή της κατάστασης μου ως κωφό παιδάκι. Και αν το πάμε παραπέρα, είχα την αίσθηση «ακύρωσης» του αγώνα που έδινα τότε γενικά.
Εξηγούμαι: τότε που είχαμε πάει, υπενθυμίζω ότι τα μόνα παιδάκια σαν εμένα που ήξερα, δηλαδή κωφά – βαρήκοα παιδάκια που μαθαίνανε όπως εγώ, λογοθεραπεία. Στο Ίδρυμα όμως τα παιδάκια μιλάγανε μεταξύ τους με νοηματική γλώσσα. Ήταν η ώρα διαλείμματος και τα έβλεπα να τρέχουν από εδώ και εκεί και να κάνουν περίεργες χειρονομίες και να κάνουν κάτι παράξενες γκριμάτσες ενώ από τα χείλη τους δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα. Τότε δεν ήξερα, δεν είχα ιδέα τι είναι η νοηματική γλώσσα, δεν ήξερα ότι έχει δικό της συντακτικό, δική της δομή και ότι οι εκφράσεις που έπαιρνα εγώ σαν γκριμάτσες έχουν ένα συγκεκριμένο νόημα που είναι συμπληρωματικό κάποιων λέξεων ή εκφράσεων της νοηματικής γλώσσας. Τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα στην εποχή μας, που στην τηλεόραση υπάρχουν καθημερινά ειδήσεις στην νοηματική γλώσσα και ο κάθε άσχετος όπως ήμουν εγώ τότε, μπορεί να δει λίγο πολύ πως είναι αυτή η γλώσσα. Η μαμά μου, μου είπε ότι τότε είχα πει στην φίλη των γονιών μου, που ήταν καθηγήτρια εκεί: «εγώ δεν είμαι σαν αυτά» δίνοντας μάλιστα έμφαση στην λέξη «αυτά» και μάλιστα με κάποια αποστροφή εννοώντας τα κωφά παιδάκια που νοηματίζανε στην γλώσσα τους. Η απάντησή της ήταν αυτή ακριβώς που έπρεπε, αλλά εγώ τότε δεν ήθελα, δεν ήμουν έτοιμη να καταλάβω. Η απάντησή της ήταν: «Τα παιδάκια αυτά είναι ακριβώς όπως εσύ».
Η απάντησή της ήταν αυτή που έπρεπε, διότι μπορεί η νοηματική γλώσσα να μην ήταν η μητρική μου γλώσσα, μπορεί να είχα μεγαλώσει σε περιβάλλον ακουόντων αλλά ναι, ήμουν ένα κωφό παιδάκι σαν αυτά. Ήμουν όπως κι εκείνα, ένα παιδάκι με ελλείψεις, ένα παιδάκι διαφορετικό από τα άλλα παιδάκια, μέσα σε μια κοινωνία όπου οι περισσότεροι φαίνονται να είναι αρτιμελείς.
Ωστόσο την εποχή που μεγάλωσα υπήρχε η έννοια ένταξης του κωφού παιδιού μέσα στην κοινωνία περισσότερο από ότι είναι τώρα. Και τώρα υπάρχει η έννοια αυτή αλλά κάπως στο πιο χαλαρό, με την έννοια ότι το παιδάκι εντάσσεται στην κοινωνία κρατώντας όμως όσο το δυνατόν τις δικές του ξεχωριστές ιδιαιτερότητες και αναπτύσσοντάς τες με τους καλύτερους για το ίδιο, τρόπους.
Τότε λοιπόν που ήμουν μικρή κατέβαλλα τεράστια προσπάθεια να είμαι σαν τα άλλα παιδάκια που ήταν γύρω μου. Δηλαδή, να είμαι σαν τα ακούοντα παιδάκια. Βλέποντας λοιπόν τα κωφά παιδάκια, τρομοκρατήθηκα διότι θα έπρεπε από την μια μεριά να αποδεχτώ ότι δεν είμαι σαν τα άλλα παιδάκια, δεν είμαι ένα παιδάκι που ακούει. Να αποδεχτώ ότι είμαι ένα διαφορετικό παιδάκι, ένα παιδάκι με ελλείψεις, ένα κωφό παιδάκι. Από την άλλη μεριά τρομοκρατήθηκα γιατί προφανώς ένιωσα ότι «ακυρωνόταν» όλη η κοσμοθεωρία και ο αγώνας που είχα μέχρι τότε.
Δεν μου είχε πει κανείς ότι θα μπορούσα να τα συνδυάσω όλα. Ίσως γιατί δεν ξέρανε τότε ότι θα μπορούσε να γίνει αυτή η σύζευξη. Δηλαδή να συνδυάσω την νοηματική με την λογοθεραπεία. Τα ακούοντα παιδάκια με τα κωφά παιδάκια. Την αυτοαποδοχή του εαυτού μου όπως είναι, ένα κωφό παιδάκι και την αποδοχή των άλλων κωφών παιδιών ως παιδιών που είναι ακριβώς σαν εμένα κι ας μην έχουν κάνει λογοθεραπεία και μιλάνε με νοηματική. Να αποδεχτώ ότι υπάρχει μια άλλη γλώσσα, μια διαφορετική γλώσσα που είναι όπως τα αγγλικά ή τα γαλλικά ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Να αποδεχτώ ότι κάποια παιδάκια ή άνθρωποι νιώθουν πιο άνετα με αυτή την γλώσσα κι όχι με λογοθεραπεία γιατί ίσως μάλιστα να μην υπήρχε και η οικονομική δυνατότητα για μαθήματα λογοθεραπείας. Να αποδεχτώ ότι είμαι ένα κωφό παιδάκι που μαθαίνει λογοθεραπεία, ότι κάνει ένα μεγάλο αγώνα και ότι αυτός ο αγώνας δεν ακυρώνεται επειδή υπάρχει η νοηματική γλώσσα. Να αποδεχτώ ότι τόσο η λογοθεραπεία όσο και η νοηματική αποτελούν μέσα επικοινωνίας, διαφορετικά βέβαια αλλά με ίδιο στόχο. Να αποδεχτώ ότι δεν είμαι «μοναδική» αλλά ίδια και ίση με άλλα παιδάκια που δεν ακούγανε ανεξάρτητα αν μιλάγανε με λογοθεραπεία ή νοηματική.
Επιφανειακά φαινόταν ότι αποδεχόμουν τον εαυτό μου σαν κωφό παιδάκι επειδή δεχόμουνα να μάθω να μιλάω σωστά με την λογοθεραπεία. Όμως βαθιά μέσα μου δεν είχα αποδεχτεί τον εαυτό μου, δεν ήμουν έτοιμη για αυτό. Η επίσκεψη στο Ίδρυμα ήταν ένα «χαστούκι» για μένα. Ωστόσο για πολλούς λόγους, για την δική μου εξέλιξη ως άνθρωπος αλλά και ως ψυχή στην εξέλιξη, έπρεπε να είμαι σε κανονικό σχολείο. Έπρεπε να είμαι το «διαφορετικό» ανάμεσα στα άλλα παιδιά. Έπρεπε να είμαι η μύγα μέσα στο γάλα.
Τώρα πια σκέφτομαι ότι δεν είναι τυχαίο που ήθελα να μείνω στο συγκεκριμένο σχολείο κι ας ήταν πολύ δύσκολη για μένα η επιβίωση στον κόσμο των ακουόντων του περιβάλλοντός μου και ειδικά του σχολείου αυτού.
Τι θέλω να πω; Βασικά η κοινωνία μας παλιά είχε την νοοτροπία ότι το «διαφορετικό», το εξοστρακίζουμε, το διώχνουμε, δεν το θέλουμε ή το κρύβουμε. Όλοι μας πρέπει να είμαστε το ίδιο. Τότε η κοινωνία μας μεγάλωνε όλους μας με την έννοια, την πεποίθηση, τον προγραμματισμό της μη διαφορετικότητας. Δηλαδή έπρεπε να είμαστε όλοι ίδιοι, πανομοιότυποι, να μην ξεχωρίζουμε. Αυτοί οι όροι με τους οποίους μας μεγάλωνε η κοινωνία κάποτε, έχουν εξομαλυνθεί τώρα πια.
Τότε αυτούς τους όρους τους ακολουθούσαν οι περισσότεροι συμμαθητές μου πολύ πιστά. Στο δημοτικό δεν υπήρχε τόσο πολύ αυτό, υπήρχε η αποδοχή της «διαφορετικότητας» εφόσον μάλιστα υπήρχε κάποιο άλλο αντιστάθμισμα όπως έχω περιγράψει στην άλλη μου ιστορία «Η ζωή είναι απλή, εμείς την κάνουμε περίπλοκη». Αργότερα όμως στο γυμνάσιο και ιδιαίτερα στο λύκειο υπήρχε πάρα πολύ η έννοια της πανομοτυπίας. Έπρεπε να φοράμε όλοι τα ίδια ρούχα, τα ίδια παπούτσια, κοινώς τις ίδιες (ακριβές) μάρκες, να έχουμε ίδια μαλλιά σχεδόν και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο ίδιο έπρεπε να έχουμε. Αν κάτι επάνω μας ήταν διαφορετικό τότε τρώγαμε «κράξιμο». Θέλοντας λοιπόν όλοι μας να «ανήκουμε» σε μια ομάδα ανθρώπων για να μην νιώθουμε μόνοι μας, κατά κάποιο τρόπο απαρνιόμασταν κάτι πολύ σημαντικό. Τον ίδιο μας τον εαυτό μας.
Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε με εμένα. Ήμουν που ήμουν ένα «διαφορετικό» παιδί, ένα κωφό παιδί, έπρεπε να έχω παρόμοιες αντιδράσεις και να φοράω παρόμοια ρούχα ή να έχω παρόμοια μαλλιά με τα άλλα παιδιά για να νιώθω ότι «ανήκω» στο σύνολο. Δεν είχα ιδέα ποιά ήμουν, αφού δεν μπορούσα να δω κατ΄ αρχάς ποια είμαι στην πραγματικότητα. Αν δεν μπορούσα να το δω, τότε πως μπορούσα και να το αποδεχτώ;
Ξεκίνησα σαν παιδί προσπαθώντας να είμαι κάτι άλλο, μην μπορώντας να αποδεχτώ εμένα την ίδια από πρακτική άποψη. Από την άποψη της κώφωσης. Συνέχισα αργότερα πάλι να προσπαθώ να είμαι κάτι άλλο αλλά όχι από την άποψη της κώφωσης, αλλά από την άποψη της ένταξης μου σε μια ομάδα ανθρώπων κρύβοντας ακόμα και από εμένα την ίδια το ποια είμαι στην πραγματικότητα. Κρύβοντας ποια συναισθήματα είχα, ποιες απόψεις δικές μου είχα και ποιες ιδέες είχα. Κατέληξα να μην εκφράζω ποια είμαι πραγματικά, προσπαθώντας πάλι να είμαι κάτι άλλο για να νιώθω ότι «ανήκω» σε μια ομάδα, συνεπώς να αξίζω. Δεν μπορούσα να το πάω παραπέρα, να αποδεχτώ εμένα την ίδια σαν άνθρωπο πέρα από την ιδιαιτερότητα της κώφωσης και να καταλάβω ότι στην ουσία δεν είχα καμία ανάγκη να «ανήκω» σε κάποια ομάδα ανθρώπων για να νιώθω ότι αξίζω.
Δεν μπορώ να πω ότι τώρα έχω πλήρη αυτοαποδοχή του εαυτού μου. Για να φτάσει κανείς σε ένα τέτοιο βαθμό προϋποθέτει ότι έχει δουλέψει πάρα, μα πάρα πολύ τον εαυτό του. Προσπαθώ όμως πολύ να δουλέψω τον εαυτό μου και θέλω να πιστεύω ότι έχω φτάσει σε ένα σημείο όπου αποδέχομαι τον εαυτό μου όπως είμαι σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αποδέχομαι ότι δεν ακούω, ότι δεν μπορώ να μιλήσω στο τηλέφωνο, ότι δεν ακούω τα πουλάκια να κελαηδούν. Αυτό όμως δεν με ορίζει σαν άνθρωπο. Η κώφωση τελικά δεν με ορίζει σαν άνθρωπο ή σαν ψυχή στην εξέλιξη. Απλώς αποτέλεσε ένα σημαντικό εργαλείο για την αποδοχή του εαυτού μου όπως είμαι με τις ευαισθησίες μου, τα συναισθήματά μου, τις πεποιθήσεις μου, τις ιδέες και τις απόψεις μου. Ένα σημαντικό εργαλείο για την εξέλιξη της ψυχής μου.

Ευγνωμονώ την κώφωση που με έκανε και με κάνει να αγαπάω την «διαφορετικότητα» και να είμαι πιο υπομονετική και πιο «ανοιχτή» ως προς αυτήν.

Ευγνωμονώ την κοινωνία των ακουόντων που μεγάλωσα, ευγνωμονώ το περιβάλλον του σχολείου μου που μεγάλωσα που με δίδαξε με τον πιο δύσκολο τρόπο την αποδοχή του εαυτού μου.

Ευγνωμονώ εμένα την ίδια που θέλησα να περάσω όλες αυτές τις δυσκολίες που πέρασα, οι οποίες πιθανώς να μην ήταν στην πραγματικότητα τόσο δύσκολες και απλά τα έβλεπα έτσι τότε, σαν ένα τεράστιο βουνό. Τώρα πιστεύω ότι αν γύριζα τον χρόνο πίσω, ότι θα τα έβλεπα με άλλο μάτι, πιθανώς σαν ένα απλό λοφάκι.

Ευγνωμονώ τους φίλους μου, τους γνωστούς μου που πέρασαν και έφυγαν από την ζωή μου και αυτούς που υπάρχουν ακόμα στην ζωή μου γιατί ο καθένας τους μου δίνει κάτι διαφορετικό και με βοηθάει με τον τρόπο του να προχωράω στο δικό μου μονοπάτι της εξέλιξης της ψυχής μου.

Ευγνωμονώ τους γονείς μου για τις επιλογές που έκαναν. Μπορεί τώρα να πιστεύετε ότι πράξατε λάθος και ότι έπρεπε να είχατε κάνει τα πράγματα αλλιώς. Όμως σας λέω ότι κάνατε αυτό που έπρεπε να κάνετε για να μπορέσω εγώ να περάσω από το μονοπάτι που είχε επιλεχθεί για μένα. Δεν γινόταν αλλιώς, έτσι έπρεπε να γίνει. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται γιατί ακόμα μαθαίνω, όπως κι εσείς. Όπως όλοι μας.

Όλα αυτά που έγραψα παραπάνω, είναι καθαρά βιωματικά, καθαρά δικές μου σκέψεις και απόψεις. Είναι αυτά που νιώθω βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Όλα αυτά υπήρχαν μέσα μου πολλά χρόνια και μόνο τώρα βγήκαν στην επιφάνεια γιατί είμαι πλέον έτοιμη να τα δω, να τα αποδεχτώ και να τα μοιραστώ. Δεν είναι εύκολο για μένα να βλέπω ότι ενώ νόμιζα ότι αποδεχόμουν τον εαυτό μου, στην πραγματικότητα είχα μια επιφανειακή αυτοαποδοχή του εαυτού μου. Δεν είμαι σίγουρη αν και τώρα αποδέχομαι πλήρως τον εαυτό μου όπως είναι. Δεν ξέρω. Θα μάθω όμως. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μου πάρει, αλλά θα μάθω.
Και όλοι όσοι νιώθετε ότι δεν αγαπάτε τον εαυτό σας, ότι πρέπει να είστε κάποιος άλλος, για να σας αγαπούνε, ξεχάστε το. Αγαπήστε τον εαυτό σας, αποδεχτείτε τον όπως ακριβώς είναι, με τις ιδέες του, τα πιστεύω του, τις πεποιθήσεις του, την μοναδικότητά του. Ακόμα κι αν έχετε κάτι πρακτικά «διαφορετικό» όπως εγώ είχα την κώφωση, αποδεχτείτε το, αγαπήστε το. Αγαπήστε τον εαυτό σας όπως είναι και αποδεχτείτε τον γιατί ο καθένας μας είναι διαφορετικός και μοναδικός ανεξάρτητα από το αν έχει κώφωση ή οτιδήποτε άλλο. Και είμαστε ευλογημένοι για αυτό και με αυτό.