Μια κουφοιστορία (επιστημονικής) φαντασίας και όχι μόνο!
Θες να γράψεις κι εσύ τη δική σου συνέχεια και να τη στείλεις? Εμπρός! :)
Απολαύστε!
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε μια χώρα, όχι και τεράστια χώρα, θα λέγαμε μάλλον περισσότερο κάτι σαν «χωρικό πεδίο». Κι εκεί ζούσαν οι κάτοικοί της ήρεμα και μονιασμένα. Ήταν από όλα τα χρώματα τόσο στα μαλλιά, μάτια και δέρμα. Ήταν από όλες τις ιδεολογίες και απόψεις όπως και κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Μόνο που στην πλειοψηφία τους είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν οι περισσότεροι κουφοί! Εξ’ ου και η ονομασία της χώρας που ήταν: Κουφοχώρι!
Η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχαν ακοή γιατί αυτό ήταν και το φυσιολογικό σε κείνη την χώρα. Οι περισσότεροι γεννιόντουσαν κουφοί, μεγάλωναν κουφοί, παντρεύονταν κουφοί, κάνανε παιδιά κουφά εκτός κι αν υπήρχε μια σπάνια ασθένεια, μια σπάνια μετάλλαξη όπου 1 στα χίλια παιδιά γεννιόταν με μια παραπάνω αίσθηση. Αυτή η αίσθηση ήταν η ακοή!
Ξάφνου, μια μέρα, σε ένα σπίτι στο Κουφοχώρι, ένα παιδί ένιωσε κάτι που δεν ένιωσαν οι γονείς του. Και τους έλεγε πως ένιωσε κάτι περίεργο μέσα στο κεφάλι του, δείχνοντας μάλιστα την πάνω πλευρά του κεφαλιού, αριστερή ή δεξιά ανάλογα, λέγοντας πως τον έκανε να στραφεί προς εκείνο το μέρος όπου είδε τη γάτα να έχει ρίξει το μεγάλο ρολόι από το τραπέζι κι αυτό να ‘χει σπάσει. Το κατάλαβε αμέσως τη στιγμή που έσπασε και κοίταξε προς τα κει, αν και βρισκόταν μακριά από αυτό, σχεδόν σε άλλο δωμάτιο. Παραξενεμένοι οι γονείς του φοβήθηκαν κι ανησύχησαν μήπως κάτι δεν πάει καλά. Τι είναι αυτό που ένιωσε; Μήπως το μυαλό του παιδιού έπαθε κάτι; Μήπως δεν στέκει καλά στα λογικά του; Τι ήταν αυτό που τον έκανε να νιώσει αμέσως το ρολόι που έπεσε όταν εκείνοι δεν κατάλαβαν τίποτες; Αφύσικο πράγμα αυτό, εντελώς αφύσικο…
Ο γιατρός όμως στον οποίο πήγαν το παιδί να το εξετάσει τους καθησύχασε. Τους είπε πως πρόκειται για μια πάθηση, όχι και τόσο συνηθισμένη. Το παιδί γεννήθηκε με κάποια αναπηρία, είχε παραπάνω αίσθηση κι αυτό θα τον έκανε να αντιλαμβάνεται πράγματα που δεν αντιλαμβανόταν ο κόσμος.
«Πωπω! Τι θα κάνουμε τώρα;» νοημάτισαν οι γονείς. Γιατί οι κάτοικοι της χώρας μιλούσαν με τη γλώσσα των νευμάτων ή αλλιώς νευματική γλώσσα. Γιατί ήταν η γλώσσα την οποία αντιλαμβάνονταν άμεσα, καλλιέργησαν και ανέπτυξαν με τα χρόνια και με την οποία επικοινωνούσαν οι περισσότεροι σε καθημερινή βάση, ήταν η καθομιλουμένη τους γλώσσα.
«Είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα», τους νευμάτισε ο γιατρός. «Απλά έχει μια ‘αναπηρία’. Στο χέρι σας είναι να βοηθήσετε το παιδί όσο μπορείτε για να μεγαλώσει με τον καλύτερο τρόπο. Παιδί σας είναι εξάλλου. Θα κάνετε ότι μπορείτε να τον βοηθήσετε να τα βγάλει πέρα…»
Τους έδωσε οδηγίες για το πώς θα μπορούσαν να το βοηθήσουν. Μάλιστα τους παρότρυνε να πάνε σε άλλο γιατρό, ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις ο οποίος θα τους κατατόπιζε καλύτερα. Και οι γονείς δεχτήκανε με ελπίδα. Και πόσα πράγματα έπρεπε να κάνουν για να μεγαλώσουν το παιδί τους, το οποίο διέφερε από τα άλλα παιδιά γύρω του…
Ερώτηση κρίσεως: Πριν το τέλος αυτής της ιστορίας, υπάρχουν δυο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις: Ποια γλώσσα μαθαίνουν οι γονείς στο παιδί και ποια γλώσσα μαθαίνει αυτό τελικά;
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες απαντήσεις, είναι καλό να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερες απόψεις για την κατάληξη της συγκεκριμένης ιστορίας που γεννήθηκε στο μυαλό μου ένα βράδυ…(βοήθεια/hint: υπάρχουν περισσότερες από μία εκβάσεις της ιστορίας).
Το μέλλον είναι γραμμένο,
Ο τρόπος γραφής του είναι πολλαπλό
(Μaria Morgaine)
Μπορείτε και με τα σχόλια σας να δώσετε τη δική σας συνέχεια!