Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Η Κλεψύδρα




 από τον Νεόφυτο (deaf_poetry)

Το αγόρι κοίταξε το κορίτσι και του είπε: "σε αγαπώ πολύ". Όμως το κορίτσι δεν είδε το αγόρι. Όχι επειδή δεν το αγαπούσε, άλλα επειδή δεν μπορούσε να το δει. Δεν το έβλεπε . Έβλεπε όμως αγγέλους που ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Προσπαθούσε να αναπαραστήσει την μοναδική της πολύτιμη αγάπη με άσπρες σιλουέτες που ήταν άγγελοι πλασμένοι για αγάπες.
Το κορίτσι αναστέναξε. Το αγόρι δεν έδωσε σημασία. Κοίταξε όμως τον σχηματισμό των χειλιών της.
Το αγόρι είπε. Τυφλώνομαι
Το κορίτσι πάγωσε. Κωφεύω
"Τι θα κάνουμε τώρα;" είπαν. Λίγος χρόνος μας έμεινε … Κοίταξαν την κλεψύδρα. Έμεινε τόση πολύ άμμος για τη ζωή τους άλλα τόσο λιγοστή για την ακοή του κοριτσιού. Και την όραση του αγοριού που ήταν ήδη κωφό κι έχανε το φως του...
Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Αγκαλιάστηκαν και το αγόρι έκλεισε τα μάτια πριν λήξει ο χρόνος της κλεψύδρας. Και έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι που κύλησε και ο χρόνος για τη ζωή..

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Η ζωή είναι απλή, εμείς την κάνουμε περίπλοκη


Πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο διαφορετική είναι η αντίληψη των παιδιών από των ενήλικων. Πόσοι ενήλικες δεν έχουν «μείνει» με το γεγονός ότι κάποια πράγματα που οι ίδιοι θεωρούν περίπλοκα τα παιδιά τα θεωρούν απλά; Μιλάω κυρίως για παιδιά μέχρι 5-6 ετών περίπου. Τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας πιστεύω ότι έχουν μπολιαστεί με τις πεποιθήσεις των ενηλίκων μέσω του οικογενειακού τους περιβάλλοντος και του σχολείου τους.
Θα με ρωτήσετε τώρα, «τι θες να πεις με όλα αυτά;» και πιθανώς είστε έτοιμοι να πείτε ένα «ουφ» και να γυρίσετε το κεφάλι σας από την άλλη ψάχνοντας για κάτι πιο ενδιαφέρον να διαβάσετε. Οπότε ας συστηθώ πρώτα όπως συστήνομαι συνήθως. Λέγομαι Ισμήνη και είμαι κωφή. Θα σας διηγηθώ δυο μικρούτσικες ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια που πιστεύω ότι δείχνουν αυτή την διαφορά αντίληψης μεταξύ παιδιών και ενηλίκων. Τις ιστορίες αυτές μου τις έχει διηγηθεί η μαμά μου όταν ήμουν πιο μεγάλη καθώς τότε που έγιναν εγώ ήμουν πολύ μικρή για να τα θυμάμαι.
Γεννήθηκα κωφή, έχοντας ωστόσο κάποια υπολείμματα ακοής. Έτσι από 2,5-3 χρονών περίπου φορούσα ακουστικά. Την εποχή που ήμουν μικρή, τα ακουστικά δεν ήταν όπως είναι τώρα, μικροσκοπικά και αόρατα σχεδόν. Τότε είχαν καλώδια που ξεκινούσαν από τα αυτιά που ήταν το ακουστικό και καταλήγανε σε ένα κουτάκι μπροστά στο στήθος. Επομένως γίνονταν αμέσως αντιληπτά από το γύρω μου περιβάλλον και ο καθένας καταλάβαινε ότι «το καημένο το κοριτσάκι δεν ακούει». Ας μην το σχολιάσω αυτό μια και δεν είναι το θέμα μου τώρα. Ένα άλλο θέμα που δεν θα το σχολιάσω ήταν ότι το κουτάκι αυτό μπροστά στο στήθος ήταν σκέτο δράμα για ένα παιδάκι που ήθελε να τρέχει και να παίζει σαν όλα τα άλλα. Έτσι και έπεφτα κάτω μετά από τρέξιμο αμέσως χτυπούσα στο σημείο που φορούσα το κουτάκι αυτό.
Ωστόσο σαν παιδάκι ήθελα να παίξω όπως όλα τα άλλα παιδάκια οπότε κάθε μέρα με πήγαινε η νταντά μου, μια γιαγιούλα που την φώναζα γιαγιά Ιφιγένεια, στην παιδική χαρά. Αν θυμάμαι καλά, έπαιζα κυρίως στην άμμο της παιδικής χαράς με κουβαδάκι φτυαράκια κλπ. Έρχονταν κι άλλα παιδάκια στην παιδική χαρά αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχα πιάσει φιλίες μαζί τους. Παράλληλα με την εφαρμογή των ακουστικών είχα ξεκινήσει και μαθήματα λογοθεραπείας. Επειδή όμως ήμουν πολύ μικρή, δεν μίλαγα πολύ καλά, έλεγα κυρίως λέξεις. Καταλάβαινα όμως πολύ καλά τι γινόταν γύρω μου χρησιμοποιώντας τα μάτια μου και την αντίληψή μου.
Έτσι όταν μια μέρα στην παιδική χαρά ήρθε ένα κοριτσάκι που φορούσε γυαλιά και ρώτησε την νταντά μου «γιατί φοράει το κοριτσάκι αυτά τα καλώδια;» κατάλαβα αμέσως τι έλεγε. Η νταντά μου ταράχτηκε και προσπαθούσε για κάποιο χρονικό διάστημα να βρει ένα όμορφο τρόπο να πει στο κοριτσάκι ότι εγώ δεν άκουγα και για αυτό το λόγο φορούσα τα «καλώδια». Αλλά πριν προλάβει να βρει τι να απαντήσει στο κοριτσάκι, ανέλαβα εγώ. Μιλώντας στο κοριτσάκι όπως μπορούσα, με τις λιγοστές λέξεις που ήξερα, έδειξα τα γυαλιά της και της είπα «εσύ αυτά» και μετά έδειξα τα ακουστικά μου και της είπα «εγώ αυτά». Η απάντηση του κοριτσιού ήταν άμεση: «α, κατάλαβα» και τελείωσε έτσι πολύ απλά και γρήγορα και χωρίς δράματα το ζήτημα. Η νταντά μου τα είχε χάσει τελείως με το όλο σκηνικό. Τόσο πολύ που γυρνώντας πίσω στο σπίτι ανέφερε τα πάντα στην μαμά μου σαν ένα αξιοσημείωτο γεγονός.
Ωστόσο αν το καλοσκεφτείτε, στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο σημαντικό γεγονός. Απλά ήμουν ένα κωφό κοριτσάκι που φορούσα ακουστικά όπως και το κοριτσάκι αυτό φορούσε γυαλιά. Δεν υπήρχε λόγος λοιπόν να το δει τόσο τραγικά η νταντά μου που δεν ήξερε τι να πει στο κοριτσάκι. Βέβαια μετά που έμαθα την ιστορία αυτή, πιο μεγάλη σε ηλικία, αναρωτιέμαι μέχρι και τώρα τι θα γινόταν αν το συγκεκριμένο κοριτσάκι δεν φορούσε γυαλιά. Θα είχα άραγε βρει τρόπο να της απαντήσω ή θα είχα αφήσει την νταντά μου να της απαντήσει με όποιο τρόπο νόμιζε; Ποιος ξέρει!
Η δεύτερη ιστορία αφορά την ένταξή μου σε νηπιαγωγείο με παιδάκια που ακούγανε. Ως το μόνο παιδάκι με πρόβλημα ακοής ανάμεσα σε 15-20 παιδάκια που ακούγανε, η μαμά μου είχε μεγάλο άγχος πως θα τα καταφέρω να ταιριάξω μαζί τους. Θα με δέχονταν με το πρόβλημα ακοής μου; Θα με αφήνανε να παίζω μαζί τους; Ή μήπως θα με κάνανε πέρα ως «διαφορετική» και πιθανώς «προβληματική»;
Μια μέρα ήρθε η μαμά μου στο νηπιαγωγείο να με πάρει την ίδια ώρα που είχε έρθει η μαμά ενός συμμαθητή μου. Ξεκίνησε λοιπόν διάλογος μεταξύ των μαμάδων περιμένοντας να παραλάβουν τα βλαστάρια τους:
Άλλη μαμά: «ποιο είναι το παιδάκι σας;»
Μαμά μου: «η Ισμήνη»
Άλλη μαμά: «α! έχω ακούσει πολλά για την Ισμήνη από τον γιο μου. Θα ήθελα να την γνωρίσω».
Μαμά μου: «σας έχει πει ο γιος σας ότι η Ισμήνη δεν ακούει, ότι έχει πρόβλημα ακοής;».
Άλλη μαμά: «Α ναι; Αλήθεια; Όχι, μου έχει πει μόνο ότι είναι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης!»
Η μαμά μου τα έχασε και αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ο συμμαθητής μου είχε πει κάτι τέτοιο στην μητέρα του ενώ δεν της ανέφερε ότι είμαι κωφή. Το έψαξε λίγο και έμαθε για ποιο λόγο θεωρούμουν η καλύτερη μαθήτρια. Γιατί ήξερα κάτι πάρα πολύ σημαντικό, μα αλήθεια πολύ πολύ σημαντικό: να μετράω μέχρι το 10!!!!!
Τα άλλα παιδάκια δεν ήξεραν ούτε να διαβάζουν ούτε να μετράνε πολύ. Εγώ επειδή έκανα μαθήματα λογοθεραπείας από 3 χρονών, έπρεπε να ξέρω να διαβάζω και να μετράω. Έτσι όταν πήγα στο νηπιαγωγείο ήξερα να μετράω πολύ περισσότερο από τους συμμαθητές μου. Έτσι το γεγονός ότι ήξερα τους αριθμούς μέτρησε πολύ περισσότερο για τους συμμαθητές μου από το γεγονός ότι δεν άκουγα και φορούσα ακουστικά.
Οι ιστορίες αυτές ήταν ένα έναυσμα για μένα να αντιληφθώ την διαφορά αντίληψης και λογικής παιδιών και ενηλίκων. Νομίζω ότι τα παιδιά μικρής ηλικίας απλοποιούν καταστάσεις, ανθρώπους και γεγονότα χρησιμοποιώντας μια αφαιρετική λογική. Πιστεύω λοιπόν ότι υπάρχει μια γενική τάση να περιπλέκουμε τα πράγματα ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ απλά. Έτσι όταν σας προκύψει κάποια περίπλοκη κατάσταση, προσπαθήστε να σκεφτείτε σαν ένα μικρό παιδί. Πιθανώς να δείτε ότι εν τέλει τα πράγματα είναι απλούστερα από ότι νομίζατε.