Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Η Σοφία των Ήχων

από τη Λένα Γαβριηλίδου

Το κοριτσάκι που μεγάλωνε
χωρίς ν' ακούει τους ήχους των ανθρώπων και της φύσης

το βαλε πείσμα και γέμισε με εκκωφαντικούς ήχους
τα άηχα γι αυτό,
σημαδάκια στο χαρτί

Για ν'αναρωτηθούμε οι ''ακούοντες'',
ποιός ειναι τελικά αυτός που δεν ακούει


Ένα καράβι κουφοταξιδεμένο


από την Matina Kats όπως το αφηγήθηκε 

Αύγουστος, ώρα για το ετήσιο ταξίδι στη νήσο καταγωγής, τη Νάξο. Για να μας βγει πιο οικονομικά, εγώ και η ξαδέρφη μου αποφασίσαμε να αντέξουμε τις οχτώ ώρες στο που χρειάζονταν για να πάει το καράβι στη Νάξο.
Αν και δεν είχαμε πάρει καμπίνα, θα μπορούσαμε να καθίσουμε, ή μάλλον να ξαπλώσουμε όπως κι όπως, στα σαλόνια στο εσωτερικό του πλοίου. Όμως, είτε γιατί είχε πολύ κόσμο και δεν χωρούσαμε, είτε γιατί ήμασταν πιο άνετα, αποφασίσαμε να περάσουμε εκείνο το βράδυ στο εξωτερικό κατάστρωμα. Κι ας έκανε μπρρρ κρύο. Όποιος έχει ταξιδέψει παρομοίως, ξέρει πόση ψύχρα κάνει στο κατάστρωμα ενός πλοίου σε πορεία, ειδικά βραδιάτικα κι ας είναι μες στο κατακαλόκαιρο!
Να ήταν μόνο το κρύο... Από την αρχή η κατάσταση φαινόταν...το λιγότερο περίεργη! Πιο πέρα ένας τύπος ροχάλιζε τόσο δυνατά που δεν άφηνε κανέναν σε ακτίνα καταστρώματος να μπορέσει να κοιμηθεί πραγματικά έστω και λίγο. Εκτός ίσως από τη ξαδέρφη μου που χαμπάρι δεν σκαμπάζει όταν την παίρνει ο ύπνος όπως κι είχε γίνει ήδη. Από την άλλη μεριά, κάτι ξένοι με τους υπνόσακούς τους προσπαθούσαν να βολευτούν όσο το δυνατόν καλύτερα ενώ αλλάζανε συνεχώς θέση ύπνου. Μόνο που δεν αλλάζανε θέση ξαπλωμένοι ή βγαίνοντας από τους υπνόσακους...  Φαίνεται τους ήταν πιο εύκολο να κινηθούν χοροπηδώντας μες στους σάκους τους! Όπως ακριβώς στις τσουβαλοδρομίες. Κι έβλεπες συνέχεια ένα -τσουπ τσουπ- από δω, -τσουπ τσουπ- από κει, κάτι που συμπλήρωνε ωραία το σκαμπανέβασμα του πλοίου.
Κι ένας ακόμη...αυτό που θα λέγαμε "τρελός". Ένας άνθρωπος στον κόσμο του που είχε ανάγκη να λέει συνέχεια και μάλιστα φωναχτά, οτιδήποτε σκεφτόταν. Οτιδήποτε...
Η ξαδέρφη μου ήδη κοιμόταν του καλού καιρού κι επειδή δεν είχε και τόσο χώρο κι έξω, κοιμόμασταν με βάρδιες. Ο άλλος παραπέρα ροχάλιζε. Κι ο άνθρωπος που μιλούσε δυνατά, βάλθηκε να λέει: "Πώς ροχαλίζει αυτός; Και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Πώς ροχαλίζει έτσι; Πώς θα κοιμηθούμε; Και δεν μπορώ να κοιμηθώ! Πώς ροχαλίζει! κλπ κλπ κλπ κλπ!!!!" Ναι, επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια και ότι και να του έλεγα, ακόμη πως τον καταλαβαίνω αλλά τι να κάνουμε, να τον ξυπνούσαμε, τίποτα. Τίποτα δεν τον σταματούσε από το να το λέει. Αφού είχε ανάγκη να το πει...
Έλα που όμως ανέβηκε ξαφνικά στο κατάστρωμα ο Βασίλης! Ο Βασίλης είναι δάσκαλος νοηματικής στη σχολή που πήγαινα και κωφός. Είχαμε μιλήσει αρκετές φορές και τον είχα συμπαθήσει. Και να που τον πέτυχα στο πλοίο για τη Νάξο! Τι σύμπτωση κι αυτή. Με είδε κι αυτός πάνω στην ώρα και κάτσαμε να τα πούμε λίγο, και λεκτικά και νοηματικά όσο γινόταν. Γιατί ο Βασίλης μπορούσε να διαβάσει τα χείλη κι εγώ ήμουν ακόμη στο 1ο έτος της νοηματικής. Πέρα από το ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω εξάσκηση, χαρήκαμε πραγματικά που είδαμε ο ένας τον άλλον.
Επικοινωνώντας λοιπόν, λύθηκε μια παρεξήγηση. Ο Βασίλης θα κατέβαινε σε επόμενο νησί του δρομολογίου, στα Κουφονήσια (!) Κάποια αλλαγή που δεν την κατάλαβε αφού την ανακοινώσανε από τα μεγάφωνα και φυσικά τέτοια πληροφορία έμεινε απρόσιτη από όποιον δεν είχε τα "μέσα" να τη μάθει. Το ταξίδι του τελικά θα χρειαζόταν 12 ώρες αντί για τις 8 που νόμιζε! Ευτυχώς που το έμαθε έστω κι από μένα, αλλιώς ποιος ξέρει πραγματικά πόση παραπάνω ταλαιπωρία θα περνούσε σε σχέση με τους άλλους που το ξέρανε;
Καθώς μιλούσα με νοηματική με τον Βασίλη, ο τρελός μας έβλεπε κι αμέσως βρήκε άλλο θέμα που θεώρησε άξιο προσοχής. Ο Βασίλης, καταλαβαίνοντας πως ο τρελός τον είχε σταμπάρει, μου έλεγε με νοηματική: "Δεν είναι καλά ο άνθρωπος...σίγουρα θα παίρνει ναρκωτικά και τέτοια...χάλια!" Κι ο τρελός, από την άλλη, έλεγε: "Πω πω, το καημένο το παιδάκι, δεν μπορεί να μιλήσει, πωπω, το καημένο το παιδάκι δεν μπορεί να μιλήσει,...δεν μπορεί να μιλήσει,...το καημένο,...δεν μπορεί να μιλήσει...!"
Να έχω τη ξαδέρφη μου δίπλα να μην παίρνει χαμπάρι τίποτα απολύτως, τον άλλον παραπέρα να ροχαλίζει σαν ατμομηχανή, τους ξένους να κάνουν -τσουπ τσουπ-, τον τρελό να λέει συνεχώς για το παιδάκι που δεν μπορεί να μιλήσει, τον Βασίλη να μου νοηματίζει πως ο άνθρωπος δεν πάει (προφανώς) καλά, να τα καταλαβαίνω όλα αυτά και να μην μπορώ να πω τίποτα, ε ήταν πια θα έλεγε κανείς, το θέατρο του κουφοπαραλόγου πάνω σε ένα καράβι!
Ευτυχώς, δεν είχε μείνει πολύ ακόμη μέχρι το πλοίο να προσαράξει στη Νάξο. Ξύπνησα τη ξαδέρφη μου από τη νάρκη που έκπληκτη ρώτησε τι συνέβαινε. Τι να της έλεγα;;; Χαιρέτησα τον Βασίλη και τον ευχαρίστησα για την παρέα που μου έκανε μέσα σε...όλα αυτά και του ευχήθηκα καλή συνέχεια με το υπόλοιπο του κουφοταξιδιού! Κινηθήκαμε προς τα κάτω με την αγουροξυπνημένη ξαδέρφη μου κι ο Βασίλης μας χαιρετούσε. Με μια τελευταία ματιά είδα πως ο τρελός πήγαινε να κάτσει κοντά του κι ο Βασίλης μου έκανε, ακόμη κι από μακριά, απεγνωσμένα νοήματα πως πάει στο πιο πάνω κατάστρωμα για να βρει ησυχία! Εύχομαι τουλάχιστον να πέρασε καλά στις διακοπές του!


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Deaf Story (όπως λέμε Straight Story)


Μια κουφοιστορία (επιστημονικής) φαντασίας και όχι μόνο!

Θες να γράψεις κι εσύ τη δική σου συνέχεια και να τη στείλεις? Εμπρός! :)

Απολαύστε!


Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε μια χώρα, όχι και τεράστια χώρα, θα λέγαμε μάλλον περισσότερο κάτι σαν «χωρικό πεδίο». Κι εκεί ζούσαν οι κάτοικοί της ήρεμα και μονιασμένα. Ήταν από όλα τα χρώματα τόσο στα μαλλιά, μάτια και δέρμα. Ήταν από όλες τις ιδεολογίες και απόψεις όπως και κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Μόνο που στην πλειοψηφία τους είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν οι περισσότεροι κουφοί! Εξ’ ου και η ονομασία της χώρας που ήταν: Κουφοχώρι!
Η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχαν ακοή γιατί αυτό ήταν και το φυσιολογικό σε κείνη την χώρα. Οι περισσότεροι γεννιόντουσαν κουφοί, μεγάλωναν κουφοί, παντρεύονταν κουφοί, κάνανε παιδιά κουφά εκτός κι αν υπήρχε μια σπάνια ασθένεια, μια σπάνια μετάλλαξη όπου 1 στα χίλια παιδιά γεννιόταν με μια παραπάνω αίσθηση. Αυτή η αίσθηση ήταν η ακοή!
Ξάφνου, μια μέρα, σε ένα σπίτι στο Κουφοχώρι, ένα παιδί ένιωσε κάτι που δεν ένιωσαν οι γονείς του. Και τους έλεγε πως ένιωσε κάτι περίεργο μέσα στο κεφάλι του, δείχνοντας μάλιστα την πάνω πλευρά του κεφαλιού, αριστερή ή δεξιά ανάλογα, λέγοντας πως τον έκανε να στραφεί προς εκείνο το μέρος όπου είδε τη γάτα να έχει ρίξει το μεγάλο ρολόι από το τραπέζι κι αυτό να ‘χει σπάσει. Το κατάλαβε αμέσως τη στιγμή που έσπασε και κοίταξε προς τα κει, αν και βρισκόταν μακριά από αυτό, σχεδόν σε άλλο δωμάτιο. Παραξενεμένοι οι γονείς του φοβήθηκαν κι ανησύχησαν μήπως κάτι δεν πάει καλά. Τι είναι αυτό που ένιωσε; Μήπως το μυαλό του παιδιού έπαθε κάτι; Μήπως δεν στέκει καλά στα λογικά του; Τι ήταν αυτό που τον έκανε να νιώσει αμέσως το ρολόι που έπεσε όταν εκείνοι δεν κατάλαβαν τίποτες; Αφύσικο πράγμα αυτό, εντελώς αφύσικο…
Ο γιατρός όμως στον οποίο πήγαν το παιδί να το εξετάσει τους καθησύχασε. Τους είπε πως πρόκειται για μια πάθηση, όχι και τόσο συνηθισμένη. Το παιδί γεννήθηκε με κάποια αναπηρία, είχε παραπάνω αίσθηση κι αυτό θα τον έκανε να αντιλαμβάνεται πράγματα που δεν αντιλαμβανόταν ο κόσμος.
«Πωπω! Τι θα κάνουμε τώρα;» νοημάτισαν οι γονείς. Γιατί οι κάτοικοι της χώρας μιλούσαν με τη γλώσσα των νευμάτων ή αλλιώς νευματική γλώσσα. Γιατί ήταν η γλώσσα την οποία αντιλαμβάνονταν άμεσα, καλλιέργησαν και ανέπτυξαν με τα χρόνια και με την οποία επικοινωνούσαν οι περισσότεροι σε καθημερινή βάση, ήταν η καθομιλουμένη τους γλώσσα.
«Είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα», τους νευμάτισε ο γιατρός. «Απλά έχει μια ‘αναπηρία’. Στο χέρι σας είναι να βοηθήσετε το παιδί όσο μπορείτε για να μεγαλώσει με τον καλύτερο τρόπο. Παιδί σας είναι εξάλλου. Θα κάνετε ότι μπορείτε να τον βοηθήσετε να τα βγάλει πέρα…»
Τους έδωσε οδηγίες για το πώς θα μπορούσαν να το βοηθήσουν. Μάλιστα τους παρότρυνε να πάνε σε άλλο γιατρό, ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις ο οποίος θα τους κατατόπιζε καλύτερα. Και οι γονείς δεχτήκανε με ελπίδα. Και πόσα πράγματα έπρεπε να κάνουν για να μεγαλώσουν το παιδί τους, το οποίο διέφερε από τα άλλα παιδιά γύρω του…

Ερώτηση κρίσεως: Πριν το τέλος αυτής της ιστορίας, υπάρχουν δυο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις: Ποια γλώσσα μαθαίνουν οι γονείς στο παιδί και ποια γλώσσα μαθαίνει αυτό τελικά;
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες απαντήσεις, είναι καλό να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερες απόψεις για την κατάληξη της συγκεκριμένης ιστορίας που γεννήθηκε στο μυαλό μου ένα βράδυ…(βοήθεια/hint: υπάρχουν περισσότερες από μία εκβάσεις της ιστορίας).

Το μέλλον είναι γραμμένο,
Ο τρόπος γραφής του είναι πολλαπλό
(Μaria Morgaine) 

Μπορείτε και με τα σχόλια σας να δώσετε τη δική σας συνέχεια!